πλουμάριος

πλουμάριος
πλουμ-άριος, ,
A embroiderer, MAMA3.285, al. ([place name] Corycus), PMasp.163.12 (vi A.D.), Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).213.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλουμάριος — ο, θηλ. πλουμάρισσα, Α κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumarius «ποικιλτής»] …   Dictionary of Greek

  • φλουμάρης — ὁ, Μ πλουμάριος*, κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. πλουμάριος*] …   Dictionary of Greek

  • πλουμάρισις — ίσεως, ἡ, Α [πλουμάριος] διακόσμηση με κεντήματα …   Dictionary of Greek

  • πλουμαρικός — ή, όν, Α [πλουμάριος] 1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόν κεντημένος χιτώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”